Εφαρμογή του

étalage στα ελληνικά
étalage
λέγεται
εταλάζ
.
étalage
σημαίνει στα ελληνικά
πάγκος / μόστρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étalage / étalement : γυάλισμα καλύμματος
- vitrine / étalage : βιτρίνα / προθήκη
- étalage : άπλωμα
- étalage : πορεία με φορόν άνεμο
- étalage : γυάλισμα καλύμματος
- vitrine / comptoir : βιτρίνα / εκθετήριο
- diable / chalut à l'étalage : διάβολος / φουνταρισμένη τράτα
- étalages : βάση
- diable / filet à l'étalage : δίχτυ στοιβάγματος / δίχτυ αναπλωρίσματος
Subscribe
0 Comments