Εφαρμογή του

étamer στα ελληνικά
étamer
λέγεται
εταμέ
.
étamer
σημαίνει στα ελληνικά
γανώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fer étamé / débris de fer-blanc : απορρίματα λευκοσιδήρου / επικασσιτερωμένος σίδηρος
- fil étamé : επικασσιτερωμένος αγωγός
- étamé au feu / étamé à chaud : επικασσιτερωμένος
- boîte étamée : γαλβανισμένο κουτί
- feuillard étamé : ταινία λευκοσιδήρου
- produit laminé étamé : προϊόν έλασης επικασσιτερωμένο
- déchets neufs de fer étamé : απομέταλλα
Subscribe
0 Comments