Εφαρμογή του

étang στα ελληνικά
étang
λέγεται
ετάν
.
étang
σημαίνει στα ελληνικά
έλος / λιμνούλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étang : δεξαμενή/τεχνητή λίμνη
- étang : μικρή αβαθής λίμνη
- vidanger / capturer tous les poissons d'un étang : εκκενώνω / συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής
- anodonte / moule d'étang : στην πηγή που αναφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση
- limniculture / exploitation d'étangs : ιχθυοκαλλιέργεια σε δεξαμενές
- loche d'étang / MUL : φιδόψαρο
- mare solaire / étang solaire : ηλιακή λíμνη
- étang à boues : λιμνούλα άμμου
- limniculture / élevage en étang : υδατοκαλλιέργεια σε δεξαμενή
Subscribe
0 Comments