Εφαρμογή του

éternel στα ελληνικά
éternel
λέγεται
ετερνέλ
.
éternel
σημαίνει στα ελληνικά
αιώνιος / παντοτινός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- limite des neiges éternelles / limite des neiges perpétuelles : όριον αιωνίας χιόνος
Subscribe
0 Comments