Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

éterniser στα ελληνικά
éterniser
λέγεται
ετερνιζέ
.
éterniser
σημαίνει στα ελληνικά
διαιωνίζω / παρατείνω / το ξημερώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
