Εφαρμογή του

étincelle στα ελληνικά
étincelle
λέγεται
ετενσέλ
.
étincelle
σημαίνει στα ελληνικά
σπίθα / σπινθήρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étincelle : σπινθήρας
- étincelage / amorçage d'un arc : σπινθηρισμός / εμφάνιση τόξου
- étincelles : σπινθήρες λείανσης
- pare-feu / coupe-flamme : φλογοπαγίδα
- S16 / conserver à l'écart de toute flamme ou source d'étincelles - Ne pas fumer : Σ16 / μακρυά από πηγές αναφλέξεως-απαγορεύεται το κάπνισμα
- pare-étincelles / étouffeur d'étincelles : κύκλωμα απόσβεσης σπινθήρα
- pare-étincelles / grille à flammèches : πλέγμα προφύλαξης από σπινθήρες / πλέγμα προστατευτικό από σπινθήρες
- vol d'étincelles : σπινθηρισμός
- allumage commandé / allumage par bougie : ανάφλεξη με μπουζί / έναυση με σπινθηριστή
- étincelle au balai : σπινθηρισμός στα καρβουνάκια
Subscribe
0 Comments