Εφαρμογή του

étirer στα ελληνικά
étirer
λέγεται
ετιρέ
.
étirer
σημαίνει στα ελληνικά
τεντώνω / s’ étirer ξεντωλογιέμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étireuse / banc à étirer : μηχανή εφελκυσμού / πάγκος εφελκυσμού
- fil étiré / fil tréfilé : σύρμα κατασκευαζόμενο με εφελκυσμό / σύρμα που κατασκευάζεται με συρματωτήρα
- fil étiré : τανυσμένο νήμα
- côté face / côté arrivée(B) : οπίσθιο μέρος της υαλοταινίας
- tube étiré : τεντωμένος σωλήνας
- mode étiré : τεντωμένος τρόπος / τραβηγμένος τρόπος
- guide étiré : εφελκυόμενη διευθυντήρια ράβδος
- acier étiré : χάλυβας όλκησης / χάλυβας διέλασης
- cable étiré : δέσμη τανυσμένη / δέσμη τεντωμένη
- verre étiré : ελκυστή ύαλος
Subscribe
0 Comments