Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

étouffant στα ελληνικά
étouffant
λέγεται
ετουφάν
.
étouffant
σημαίνει στα ελληνικά
αποπνικτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lourd / accablant : πνιγηρός καιρός / υγρός και θερμός καιρός
- étouffer l'arc de rupture : περιστέλλω το ηλεκτρικό τόξο διακοπής
Subscribe
0 Comments


