Εφαρμογή του

étreinte στα ελληνικά
étreinte
λέγεται
ετρέντ
.
étreinte
σημαίνει στα ελληνικά
σφίξιμο / εναγκαλισμός / περίπτυξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- impasse / interblocage : αλληλεμπλοκή
- arrêt / étreinte fatale : μοιραία περίπτυξη / θανάσιμος εναγκαλισμός
- étreinte fatale / étreinte mortelle : αδιέξοδο / αδιέξοδο συστήματος
Subscribe
0 Comments