Εφαρμογή του

étrier στα ελληνικά
étrier
λέγεται
ετριέ
.
étrier
σημαίνει στα ελληνικά
αναβολέας / σκαλοπάτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étrier : πυρίμαχο διαχωριστικό τοιχείο κλιβάνου
- étrier / os branchial : βραγχιακό οστό
- étrier : αναβολέας
- étrier / serre-câble : μπουλντόγκ / σφιγκτήρας
- étrier : πέταλο έκτασης / σφιγκτήρας έκτασης
- étrier / fer de suspension : πιτάριο / σύνδεσμος σχήματος Π
- étrier / chevalet : βάστακας / καβαλέτο
- étrier / talonnière : άγκιστρο / πέταλο έκτασης
- étrier / boulon en U : αναβολέας / καβαλάρης
- étrier / boulon en U : σιδηρόβεργα για σταθεροποίηση του βραχίονα έλξης
Subscribe
0 Comments