Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

étriqué στα ελληνικά
étriqué
λέγεται
ετρικέ
.
étriqué
σημαίνει στα ελληνικά
στενός / περιορισμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
