Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

évaporer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
évaporer
λέγεται
εβαπορέ
.
évaporer
σημαίνει στα ελληνικά
εξατμίζω / γίνομαι καπνός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • s'évaporer : εξατμίζομαι
  • lait évaporé : γάλα εβαπορέ / γάλα θερμικής επεξεργασίας
  • évaporer à sec / évaporer à siccite : εξατμίζω μέχρι ξηρού
  • pouvoir évaporant : ικανότης εξατμίσεως / δυναμικόν εξατμίσεως
  • film d'oxyde évaporé : στρώμα οξειδίου από εξάτμιση και εναπόθεση στο κενό
  • extrait évaporé à sec : εκχύλισμα εξατμιζόμενο εν ξηρώ
  • film diélectrique évaporé : διηλεκτρικό στρώμα από εξάτμιση και εναπόθεση στο κενό
  • contact évaporé recouvrant : υπερατμοποιημένη επαφή
  • résidu évaporé des eaux de trempe : εξατμισμένα απόνερα εμβάπτισης
  • oignons desséchés, déshydratés ou évaporés : κρεμμύδια αποξηραμένα, αφυδατωμένα ή που έχουν υποστεί εξάτμιση

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments