Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

évaporer στα ελληνικά
évaporer
λέγεται
εβαπορέ
.
évaporer
σημαίνει στα ελληνικά
εξατμίζω / γίνομαι καπνός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- s'évaporer : εξατμίζομαι
- lait évaporé : γάλα εβαπορέ / γάλα θερμικής επεξεργασίας
- évaporer à sec / évaporer à siccite : εξατμίζω μέχρι ξηρού
- pouvoir évaporant : ικανότης εξατμίσεως / δυναμικόν εξατμίσεως
- film d'oxyde évaporé : στρώμα οξειδίου από εξάτμιση και εναπόθεση στο κενό
- extrait évaporé à sec : εκχύλισμα εξατμιζόμενο εν ξηρώ
- film diélectrique évaporé : διηλεκτρικό στρώμα από εξάτμιση και εναπόθεση στο κενό
- contact évaporé recouvrant : υπερατμοποιημένη επαφή
- résidu évaporé des eaux de trempe : εξατμισμένα απόνερα εμβάπτισης
- oignons desséchés, déshydratés ou évaporés : κρεμμύδια αποξηραμένα, αφυδατωμένα ή που έχουν υποστεί εξάτμιση
Subscribe
0 Comments


