Εφαρμογή του

évaser στα ελληνικά
évaser
λέγεται
εβαζέ
.
évaser
σημαίνει στα ελληνικά
φαρδαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- collet / dudgeon : σύνδεσμος με αναδίπλωση
- bord évasé : φαρδύς λαιμός / πλατύστομο άκρο
- talon évasé : τακούνι καμπάνα
- base évasée : αμφίπλευρο πέδιλο
- vallée évasée / vallée en berceau : κοιλάδα απορροής
- faisceau évasé : δέσμη με βαθμιαίο άνοιγμα
- caractère évasé : χαρακτήρας παχύτερος στην κορυφή
- raccord par tube évasé : σύνδεση μέσω διαστολής του σωλήνα
Subscribe
0 Comments