Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

éventualité στα ελληνικά
éventualité
λέγεται
εβαντυαλιτέ
.
éventualité
σημαίνει στα ελληνικά
ενδεχόμενο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- imprévu / éventualité : συμπτωματικό περιστατικό
- réalisation de l'éventualité : επέλευση του ενδεχόμενου γεγονότος
- éventualité ouvrant droit à pension : κίνδυνος ο οποίος θεμελιώνει δικαίωμα για σύνταξη
- assuré contre une ou plusieurs éventualités : ασφαλισμένος κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων
- la loi prévoit la prise en considération d'éventualités survenues : ο νόμος προβλέπει την κάλυψη επελθόντων κινδύνων
Subscribe
0 Comments


