Εφαρμογή του

évident στα ελληνικά
évident
λέγεται
εβιντάν
.
évident
σημαίνει στα ελληνικά
φανερός / ευνόητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- barrage-poids évidé : φράγμα βαρύτητας με διάκενα
- clavette plate évidée / clavette creuse sur méplat : κοίλη σφήνα
- inexactitude évidente : προφανής ανακρίβεια
- greffe enfente évidée : σχιστός εμβολιασμός
- objectivement évident : αντικειμενικά προφανής
- parachute à fuseau évidé : αλεξίπτωτο με ανοίγματα στον θόλο
- signes évidents de pathologie : μακροσκοπικώς παθολογικές αλλοιώσεις
- série systématique évidente : εμφανώς συστηματική σειρά
- rectification des inexactitudes évidentes : διόρθωση προφανών ανακριβειών
Subscribe
0 Comments