Εφαρμογή του

évoluer στα ελληνικά
évoluer
λέγεται
εβολυέ
.
évoluer
σημαίνει στα ελληνικά
εξελίσσομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poste évolué : εξελιγμένο τηλέφωνο
- robot évolué : εξελιγμένο ρομπότ
- tourbe évoluée : εξελιγμένη τύρφη
- langage évolué / langage synthétique : γλώσσα υψηλού επιπέδου / γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου
- langage évolué : γλώσσα υψηλού επιπέδου
- tourbe fibreuse / tourbe peu évoluée : ινώδης τύρφη
- services évolués : βελτιωμένες υπηρεσίες
- télécopie évoluée : βελτιωμένη τηλεομοιοτυπία
- télévision évoluée : ATV / προηγμένη τηλεόραση
- réseau intelligent évolué : προηγμένο νοήμον δίκτυο
Subscribe
0 Comments