Εφαρμογή του

exagérer στα ελληνικά
exagérer
λέγεται
εγκζαζερέ
.
exagérer
σημαίνει στα ελληνικά
υπερβάλλω / παραλέω / παρακάνω / exagéré υπερβολικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- surchauffe / échauffement exagéré : υπερθέρμανση
- proximité exagérée du sol : έδαφος / υπερβολική προσέγγιση στο
- déformation par pression exagérée : παραμόρφωσις από υπερβάλλουσα πίεση / παραμόρφωσις οφειλόμενη στην ένταση ή άγχος
Subscribe
0 Comments