Εφαρμογή του

excessif στα ελληνικά
excessif
λέγεται
εξεσίφ
.
excessif
σημαίνει στα ελληνικά
υπερβολικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- surpêche / exploitation excessive des ressources de pêche : υπεραλίευση / υπερβολική αλίευση
- overdose / surdosage : υπερδοσολογία
- logorrhée / volubilité excessive : λογόρροια
- logorrhée / volubilité excessive : λογόρροια / λογοδιάρροια
- surcuisson / durcissement excessif : διπύρωση / υπερψήσιμο
- surchauffe / température excessive : υπέρβαση θερμοκρασίας
- surépargne / épargne excessive : υπεραποταμίευση
- CCAC / convention sur les armes classiques : Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα / Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα
- procédure concernant les déficits excessifs / PDE : διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος / διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος
- débordement / dépassement de capacité : υπερροή
Subscribe
0 Comments