Εφαρμογή του

excitation στα ελληνικά
excitation
λέγεται
εξιτασιόν
.
excitation
σημαίνει στα ελληνικά
διέγερση / σήκωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- excitation : διέγερση
- stimulus / excitation : διέγερση
- flutter / flottement : πτερυγισμός / κραδασμοί αυτοδιέγερσης
- moteur série / moteur à excitation série : κινητήρας με διέγερση εν σειρά
- chémo-réflexe / réflexe par excitation des chémorécepteurs : χημειοαντανακλαστικό
- pré-excitation : προδιέγερση
- cornet / cornet d'excitation : χοάνη σηματοτροφοδότησης
- moteur compound / moteur à excitation mixte : σύνθετος κινητήρας / κινητήρας σύνθετης διέγερσης
- auto-excitation : αυτοδιέγερση / αυτόματη διέγερση
- auto-saturation / auto-excitation directe : αυτοκορεσμός
Subscribe
0 Comments