Εφαρμογή του

exécuter στα ελληνικά
exécuter
λέγεται
εγκζεκυτέ
.
exécuter
σημαίνει στα ελληνικά
εκτελώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- exécuter : εκτελώ
- repasser / ré-exécuter : επανεκτελώ
- exécuté : εκτελέσθηκε
- exécutant / entité d'application d'exécution : επιτελών / επιτελούσα οντότητα εφαρμογής
- daemon / surveillant de disques et des exécutions de programmes : δαίμονας
- pièce / pièce usinée : προς κατεργασία κομμάτι
- Convention internationale sur la protection des artistes interprètes ou exécutants, des producteurs de phonogrammes et des organismes de radiodiffusion / Convention de Rome : Διεθνής Σύμβαση περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης
- exécuter le budget : εκτελώ τον προϋπολογισμό
- obligation exécutée : εκτελεστέα ενοχή
Subscribe
0 Comments