Εφαρμογή του

expansion στα ελληνικά
expansion
λέγεται
εξπανσιόν
.
expansion
σημαίνει στα ελληνικά
επέκταση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- expansion / extension : διαστολή
- expansion : διαστολή
- expansion : εξάπλωση
- expansion : ασύνηθες εύρος του φατνιακού τόξου
- expansion : διαστολή / επέκταση
- détendeur / robinet détendeur : εκτονωτική βαλβίδα
- mitage / expansion urbaine : άτακτη αστική εξάπλωση / κατακερματισμός του τοπίου
- dégarnissage / chambre d'expansion : χώρος διαστολής
- intéressement / participation bénéficiaire : συμμετοχή των εργαζομένων επί των κερδών
- turbodétendeur / dispositif de turbo-expansion : πύργος διυλίσεως / στροβιλοαποσυμπιεστής
Subscribe
0 Comments