Εφαρμογή του

explorer στα ελληνικά
explorer
λέγεται
εξπλορέ
.
explorer
σημαίνει στα ελληνικά
εξερευνώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- explorer : εξερευνώ
- tâter / palper : ψηλαφώ / ανιχνεύω
- champ exploré : πεδίο σάρωσης / πεδίο εξερεύνησης
- zone explorée / couloir couvert : καλυπτόμενη ζώνη / καλυπτόμενη λωρίδα
- zone explorée : περιοχή που έχει εξερευνηθεί
- élément d'image / élément exploré : στοιχείο εικόνας
- couloir exploré : διερευνημένος διάδρομος
- couloir exploré par capteur : ζώνη κάλυψης του δέκτη / λωρίδα καλυπτόμενη από το δέκτη
- satellite Explorer d'étude de la dynamique : εξερευνητής δυναμικής
- explorer les zones éloignées des autoroutes : εξερεύνηση περιοχών που είναι απομακρυσμένες από τους κύριους άξονες των αυτοκινητοδρόμων
Subscribe
0 Comments