Εφαρμογή του

exploser στα ελληνικά
exploser
λέγεται
εξπλοζέ
.
exploser
σημαίνει στα ελληνικά
εκρήγνυμαι / ξεφαντώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- exploser / faire exploser : ανατινάσσω / προκαλώ έκρηξη
- sauter / exploser : ανατινάζω
- vue éclatée / vue explosée : διευρυμένη άποψη / διευρυμένη εικόνα
- munition non explosée (Preferred) / ENE : UXO / μη εκραγείς μηχανισμός
- R16 / peut exploser en mélange avec des substances comburantes : Ρ16 / εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
- ENP / explosions nucléaires pacifiques : πυρηνικές εκρήξεις για ειρηνικούς σκοπούς
- FE / fil à exploser : FE / EBW
- fil à exploser : σύρμα εκρηγνυόμενης γέφυρας
- R9 / peur exploser en mélange avec des matières combustibles : Ρ9 / εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
- bombe explosant : εκρηγνυόμενη βόμβα
Subscribe
0 Comments