Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

expulsion στα ελληνικά
expulsion
λέγεται
εξπυλσιόν
.
expulsion
σημαίνει στα ελληνικά
απέλαση / έξωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- expulsion : διοικητική απέλαση
- expulsion : απέλαση
- expulsion / crachement : ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως
- expulsion : εξώθηση
- expulsion : εκβολή / εκφόρτωση
- extrusion / expulsion latérale : εξώθηση / πλευρική εκβολή
- délivrance / expulsion du placenta : υστεροτοκία
- ponte / expulsion des oeufs : ωοτοκία
- arrêté d'expulsion : απόφαση απέλασης
  Subscribe 
 0 Comments



