Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

extincteur στα ελληνικά
extincteur
λέγεται
εξτενκτέρ
.
extincteur
σημαίνει στα ελληνικά
πυροσβεστήρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- extincteur : κλαπέτο απομόνωσης του πυρός
- extincteur / appareil extincteur : πυροσβεστική συσκευή
- extincteur : καταστολέας
- extincteur : πυροσβεστήρας
- jet extincteur : βολή / πυροσβεστική βολή
- extincteur fixe : μόνιμος πυροσβεστήρας / σταθερός πυροσβεστήρας
- extincteur d'arc : αποσβεστήρας βολταϊκού τόξου
- extincteur à eau : πυροσβεστήρας νερού
- extincteur à CO2 / extincteur à neige carbonique : πυροσβεστήρας διοξειδίου του άνθρακα
Subscribe
0 Comments


