Εφαρμογή του

façonner στα ελληνικά
façonner
λέγεται
φασονέ
.
façonner
σημαίνει στα ελληνικά
διαμορφώνω / διαπλάθω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ouvrer / usiner : μετασκευάζω / επεξεργάζομαι
- façonner : μορφώνω / μορφοποιώ
- ouvrer / usiner : εργάζομαι / κατασκευάζω
- façonné : ζακάρ
- bord rodé / bord façonné : Tελειωμένη λειασμένη άκρη
- façonné : κεντημένο ύφασμα / με σχέδια ύφασμα
- bois façonné : ξυλεία κατειργασμένη
- tuyau façonné : σχηματοποιημένος σωλήνας
- bois façonné : διαμορφωμένη ξυλεία
- verre façonné : ανάγλυφο γυαλί
Subscribe
0 Comments