Εφαρμογή του

facteur στα ελληνικά
facteur
λέγεται
φακτέρ
.
facteur
σημαίνει στα ελληνικά
ταχυδρόμος / παράγοντας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- facteur : παράγοντας
- facteur : διανομέας
- facteur / facteur des postes : ταχυδρόμος / ταχυδρομικός διανομέας
- échelle / facteur de proportionnalité : παράγοντας κλίμακας
- fan-out / sortance : συντελεστής φόρτισης / μέγιστο πλήθος εξόδων
- entrance / facteur de charge d'entrée : φαν ιν / εισαγωγή
- facteur M / facteur de multiplication : Συντελεστής M / πολλαπλασιαστικός συντελεστής
- facteur R / facteur de résistance : παράγοντας αντίστασης / παράγοντας μεταφοράς αντίστασης
- G-CSF / facteur stimulant les colonies de granulocytes : G-CSF / παράγων διέγερσης κοκκιoκυττάρων
Subscribe
0 Comments