Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

faisan στα ελληνικά
faisan
λέγεται
φεζάν
.
faisan
σημαίνει στα ελληνικά
φασιανός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hoki brun / faisan brun : γεώχρωμος φασιανός
- hoki blanc / faisan blanc : λευκός φασιανός
- faisan Mikado : φασιανός Μικάδο
- faisan sanguin / ithagine sanguine : αιμοφασιανός
- faisan de Hume : φασιανός του Χιούμ
- faisan argenté : φασιανός ο αργυρόχρους
- faisan impérial : ιεροφασιανός ο αυτοκρατορικός
- faisan d'Elliot : φασιανός του Έλιοτ
- faisan de chasse / faisan de Colchide : φασσιανός
- faisan d'Edwards : φασιανός του Έντουαρντς
Subscribe
0 Comments


