Εφαρμογή του

falloir στα ελληνικά
falloir
λέγεται
φαλουάρ
.
falloir
σημαίνει στα ελληνικά
πρέπει / χρειάζεται
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- faille : ρήγμα / ρωγμή
- faille / fracture : ρηγμάτωση,ρωγμάτωση
- faille / paraclase : ρήγμα
- cran / crin : ρήγμα / ρηγμάτωση
- flaw / faille : σφάλμα κατά Griffith
- faille dextre : δεξιόστροφο ρήγμα / δεξιόστροφη μετάπτωση
- rejet incliné / faille normale : ρήγμα με ολίσθηση παράλληλη προς την κλίση του / μετάπτωση με ολίσθηση παράλληλη προς την κλίση της
- faille active : ενεργό ρήγμα
- faille capable : ρήγμα ικανό να ενεργοποιηθεί
- faille sismique : σεισμικά ενεργό ρήγμα
Subscribe
0 Comments