Εφαρμογή του

falsifier στα ελληνικά
falsifier
λέγεται
φαλσιφιέ
.
falsifier
σημαίνει στα ελληνικά
πλαστογραφώ / νοθεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- falsifié : νοθευμένος
- DIFF / documents d'identité faux et falsifiés : ΠΠΕ / πλαστά και παραποιημένα έγγραφα αποδεικτικά ταυτότητας
- billet falsifié : παραποιημένο εισιτήριο
- passeport falsifié : παραποιημένο διαβατήριο
- anévrisme falsifié : ανεύρυσμα νόθο
- médicament falsifié : πλαστό φάρμακο / ψευδεπίγραφο φάρμακο
- Bulletin des fraudes : δελτίο πλαστών και παραποιημένων εγγράφων
- commerce de faux diplômes / commerce de diplômes falsifiés : εμπόριο πλαστών πτυχίων
Subscribe
0 Comments