Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fasciner στα ελληνικά
fasciner
λέγεται
φασινέ
.
fasciner
σημαίνει στα ελληνικά
μαγεύω / συναρπάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tapis / risberme : εξέδρα από κλαδοδέματα / στρώμα από φυτικές ίνες,χόρτα,κλαδιά
- fascines : στρώμα κλάδων και φυτικών ινών
- fascine : κλαδόδεμα / κλαδόπλεγμα
- fascinage / confection de fascines : κατασκευή δεματιών από κλαδιά
- drainage fasciné : στράγγισις μετά κλαδοκαλύψεως
- poseur de claies(B) / tresseur de fascines : τοποθετητής ξυλίνου πλέγματος
- barrage de fascines / barrage de brindilles : φράκτης από θάμνους
- barrage de fascines : φράγμα κατασκευασμένο από δεμάτια κλαδιών
- fascines en saucissons : δεμάτια κλάδων και φυτικών ινών
- remplissage de fascines : πλήρωση με κλαδοδέματα
Subscribe
0 Comments


