Εφαρμογή του

fatal στα ελληνικά
fatal
λέγεται
φατάλ
.
fatal
σημαίνει στα ελληνικά
μοιραίος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fatal : θανάσιμος
- arrêt / étreinte fatale : μοιραία περίπτυξη / θανάσιμος εναγκαλισμός
- gaz fatal : αναπόφευκτο αέριο
- chaleur fatale / chaleur résiduelle : απορριπτόμενη θερμότητα / απωλεσθείσα (πλεονάζουσα θερμότητα
- erreur fatale : μοιραίο σφάλμα
- étreinte fatale / étreinte mortelle : αδιέξοδο / αδιέξοδο συστήματος
- produit fatal exclusif : αποκλειστικό υποπροϊόν
- produit fatal ordinaire : κοινό υποπροϊόν
- flux de produits fatals ordinaires : κοινά υποπροϊόντα
Subscribe
0 Comments