Εφαρμογή του

fatiguer στα ελληνικά
fatiguer
λέγεται
φατιγκέ
.
fatiguer
σημαίνει στα ελληνικά
κουράζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fatiguer : καταπονώ
- fatiguer : υποφέρω από τη θάλασσα / υποφέρω από τη θαλασσοταραχή
- limite Ó / limite alpha : όριο α / όριο άλφα
- fatiguant : επίπονος
- fatigue : κόπωση
- kopiopie / asthénopie : κοπισπία / ασθενοπία
- endurance / longevité à la fatigue : διάρκεια ζωής μέχρι την κόπωση
- SFC / syndrome de fatigue chronique : μυαλγική εγκεφαλομυελίτις / ΣΧΚ
Subscribe
0 Comments