Εφαρμογή του

félin στα ελληνικά
félin
λέγεται
φελέν
.
félin
σημαίνει στα ελληνικά
γατήσιος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Félin / Fonds d'Etat libre d'intérêt nominal : δημόσια ομόλογα με αποκοπτόμενα κουπούνια / κρατικό χρεόγραφο απαλλαγμένο από ονομαστικό επιτόκιο
- FELIN / fonds d'Etat libres d'intérêt nominal : γαλλική ομολογία zero coupon
- Félins / Félidés : φελίδες / αιλουρίδες
- FeLV / virus de la leucémie féline : ιός λευχαιμίας αιλουροειδών
- ESF / encéphalopathie spongiforme féline : σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των αιλουροειδών
Subscribe
0 Comments