Εφαρμογή του

fenouil στα ελληνικά
fenouil
λέγεται
φενούιγ
.
fenouil
σημαίνει στα ελληνικά
μάραθο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fenouil : μάραθο / φοινίκουλο το κοινό
- fenouil / graine de fenouil : μάραθος / σπόρος μάραθου
- fenouil : μάραθο
- aneth / aneth odorant : άνηθος / άνηθον το βαρύοσμον
- percepierre / fenouil marin : κράμο / κρίθαμο
- fenouil commun : μάραθο
- essence de fenouil : μαραθέλαιον / αιθέριον έλαιον μαράθου
Subscribe
0 Comments