Εφαρμογή του

fente στα ελληνικά
fente
λέγεται
φαντ
.
fente
σημαίνει στα ελληνικά
σχισμή / χαραμάδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fente : σχισμή
- fente / crique : σχίσιμο / διάσπαση
- fente / sillon : ραγάς / σχισμή
- fente / fissure : ρωγμή
- fente / fente en bout : ακραία ρωγμή
- case / fente : υποδοχή
- fente : σχισμή αλεξίπτωτου
Subscribe
0 Comments