Εφαρμογή του

ferme στα ελληνικά
ferme
λέγεται
φερμ
.
ferme
σημαίνει στα ελληνικά
ανυποχώρητος / ανένδοτος / σφιχτός / σταθερός / φάρμα / αγρόκτημα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ferme / ferme (bâtiment : αγροτικό οίκημα/αγροικία
- ferme : σταθερή
- ferme : αγροικία
- ferme : σφικτός
- ferme : ζευκτόν
- SICAF / fonds de placement fermé : επενδυτικός οργανισμός κλειστού τύπου / εταιρεία επενδύσεων κλειστού τύπου
- ferme : υποστήριγμα
- fermé : κλειστός
- noria / transport en circuit fermé : επαγγελματική δακτύλια συγκοινωνία
- CCTV / télévision en circuit fermé : CCTV / τηλεόραση κλειστού κυκλώματος
Subscribe
0 Comments