Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fermeture στα ελληνικά
fermeture
λέγεται
φερμετύρ
.
fermeture
σημαίνει στα ελληνικά
κλείσιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fermeture : κλείσιμο/διακοπή λειτουργίας
- fermeture : κλείσιμον
- contact a / contact à fermeture : επαφή σύνδεσης
- couvert / ombrage : περιορισμός διακένου / κωμοστέγη,δασοκάλυψις
- couvert / fermeture du couvert : κομοστέγη / φυλλοκάλυψη του εδάφους
- bondon à vis / fermeture par bonde filetée : βιδωτό πώμα τρύπας βαρελιού / σπειρωτό πώμα οπής βαρελιού
- bateau-porte / bouchure de la cale : θυρόπλοιο / θύρα της ναυτικής δεξαμενής
- fondu / fondu au noir : φοντύ
- balise de fin / balise de fermeture : ετικέτα τέλους
- bouches-pores / mastic de fermeture : στόκος για ξύλα
Subscribe
0 Comments


