Εφαρμογή του

ferrer στα ελληνικά
ferrer
λέγεται
φερέ
.
ferrer
σημαίνει στα ελληνικά
πεταλώνω / αγκιστρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ferrer : πεταλώνω
- travail / appareil à ferrer : συσκευή πεταλώματος
- traverse / traverse de chemin de fer : στρωτήρ / στρωτήρας
- vélorail / vélocipède de voie ferrée : τροχιοποδήλατο / ποδήλατο σιδηροδρομικών γραμμών
- ferrasse : βαγονέττο ανοπτήσεως
- ferrasse : δίσκος λείανσης υαλοπινάκων
- voie / voie ferrée : σιδηρογραμμή
- bout ferré : σιδερένια άκρη
- voie ferrée : σιδηρόδρομος
- coin ferré : σφήνα με μεταλλική θήκη
Subscribe
0 Comments