Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ferroviaire στα ελληνικά
ferroviaire
λέγεται
φεροβιέρ
.
ferroviaire
σημαίνει στα ελληνικά
σιδηροδρομικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ferroutage / route roulante : κυλιόμενο έδαφος' μεταφορά φορτηγού δια της σιδηροδρομικής οδού' σιδηροδρομική μεταφορά οχήματος
- réseau ferré / réseau ferroviaire : σιδηροδρομικό δίκτυο σιδηροδρομικό σύστημα
- INTERFRIGO / Société Ferroviaire Internationale des Transports Frigorifiques : Διεθνείς Σιδηροδρομική Εταιρία μεταφορών κατεψυγμένων προϊόντων
- EUROFIMA / Société Européenne pour le Financement de Matériel Ferroviaire : Eurofima
- remorque / remorque ferroviaire : ελκόμενο σιδηροδρομικό όχημα / σιδηροδρομικό ρυμουλκούμενο όχημα
- RR / route roulante : κυλιόμενη οδός
- matériel roulant / matériel ferroviaire : τροχαίο υλικό / ΤΥ
- COTIF / Convention relative aux transports internationaux ferroviaires : COTIF / Σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές
- gare ferroviaire : σιδηροδρομικός σταθμός
- ERTMS / système européen de gestion du trafic ferroviaire : ERTMS / Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας
Subscribe
0 Comments


