Εφαρμογή του

fétide στα ελληνικά
fétide
λέγεται
φετίντ
.
fétide
σημαίνει στα ελληνικά
δυσώδης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fétide : δυσώδης / δύσοσμος
- coryza fétide : συφιλιδική ρινίτιδα
- crépide fétide : κρεπίς η δύσοσμος / κρηπίς η δύσοσμος
- règles fétides : βρωμομηνόρροια
- ellébore fétide / pied de griffon : ελλέβορος ο δύσοσμος
- bronchite fétide : δύσοσμη βρογχίτιδα
Subscribe
0 Comments