Εφαρμογή του

fictif στα ελληνικά
fictif
λέγεται
φικτίφ
.
fictif
σημαίνει στα ελληνικά
πλασματικός / εικονικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cache / instruction factice : βουβή εντολή / εικονική εντολή
- coquille / société boîte à lettres : ΧΡΕΣ / εταιρία-βιτρίνα
- CFR / circuit fictif de référence : υποθετικό κύκλωμα αναφοράς
- TIP / projection d'images fictives ou d'images de menace : TIP / Εξοπλισμός ΤΙΡ
- pont fictif / plateforme fictive : ομοίωμα καταστρώματος προσγειώσεως
- prix fictif : εικονική αξία
- transaction fantôme / transaction fictive : εικονική αγορά και πώληση χρεογράφων
- gain fictif : πλασματικές αποδοχές
- mariage de complaisance (Preferred) / mariage fictif : λευκός γάμος / εικονικός γάμος
Subscribe
0 Comments