Εφαρμογή του

fièvre στα ελληνικά
fièvre
λέγεται
φιεβρ
.
fièvre
σημαίνει στα ελληνικά
πυρετός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fièvre / pyrexie : πυρεξία / πυρετός
- FA / cocotte : αφθώδης πυρετός
- dengue / fièvre rouge : δάγγειος
- sodoku / sokosho : Sodoku / πυρετός από δήγμα αρουραίων
- fièvre charbonneuse (Preferred) / anthrax : άνθρακας / σπληνάνθρακας
- Q fever / fièvre Q : πυρετός Q / πυρετός της Κουηνσλάνδης
- fièvre Q : πυρετός Q
- FVR / hépatite enzootique : πυρετός της κοιλάδας Rift / νόσος της κοιλάδας του Rift
- bakandja / fièvre rouge du Congo : Bakandya / ερυθρός πυρετός του Κογκό
- siriasis / fièvre climatique : ηλίασις / σειρίασις
Subscribe
0 Comments