Εφαρμογή του

fil στα ελληνικά
fil
λέγεται
φιλ
.
fil
σημαίνει στα ελληνικά
κλωστή / νήμα / σύρμα / καλώδιο / ροή / σειρά / κόψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- FIL / Fédération internationale de laiterie : Διεθνής Ομοσπονδία Γαλακτοκομίας
- fil : νήμα
- fil / fil du bois : ίς ξύλου / ίνα ξύλου
- fil : σύρμα
- fil / filé : συνεχές υαλόνημα
- fil : λεπτό νήμα / λεπτή κλωστή
- fil / fil de sortie : αγωγός / ακροδέκτης
- fil : κλωστή,νήμα
- Fil : σύρμα
Subscribe
0 Comments