Εφαρμογή του

filer στα ελληνικά
filer
λέγεται
φιλέ
.
filer
σημαίνει στα ελληνικά
γνέθω / δίνω / ακολουθώ / τρέχω / φεύγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- filer / choquer : χαλαρώνω προοδευτικά
- filer : μαϊνάρω
- filer / mouiller : πετώ / ρίχνω
- filer / mollir : λασκάρω / χαλαρώνω
- filé : νήμα κλωσμένο
- filé : νηματοποιημένος
- fil / filé : συνεχές υαλόνημα
- filé / déplacement de l'image : μεταφορά εικόνας
- filant : παχύ
- filant : ευθύγραμμη ράβδος
Subscribe
0 Comments