Εφαρμογή του

filtrer στα ελληνικά
filtrer
λέγεται
φιλτρέ
.
filtrer
σημαίνει στα ελληνικά
φιλτράρω / ελέγχω / διεισδύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- filtrer : διήθηση / φιλτράρισμα
- tamis / mailles : φίλτρο πληρώσεως
- filtre : ηθμός / φίλτρο
- percolat / eau filtrante : ύδατα διήθησης (διείσδυσης (απορρόφησης / ύδατα διήθησης (διείσδυσης) (απορρόφησης)
- filtre : φίλτρο
- scrubber / filtre à grains : φίλτρο με κόκκους
- filtre / grille : σίτα / φίλτρο
- filtre : φίλτρο / φίλτρο σκόνης
- filtre / instrument de lissage : φίλτρο
Subscribe
0 Comments