Εφαρμογή του

fiscal στα ελληνικά
fiscal
λέγεται
φισκάλ
.
fiscal
σημαίνει στα ελληνικά
φορολογικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fiscal : φορολογικός
- fisc / autorités fiscales : εφορία / φορολογική αρχή
- BEPS / érosion de la base d'imposition et transfert de bénéfices : διάβρωση της βάσης και μετατόπιση των κερδών (Preferred) / διάβρωση της βάσης και μεταφορά των κερδών
- base d'imposition / assiette : φορολογητέα ύλη / φορολογητέα βάση
- assiette / assiette fiscale : φορολογική βάση
- fiscalité : φορολογία
- AFF / ajustement fiscal de douane : τελωνειακή φορολογική ρύθμιση
- IBFD / Bureau international de documentation fiscale : Διεθνές Γραφείο Φορολογικής Τεκμηρίωσης
- NIF / numéro d'identification fiscale : αριθμός φορολογικού μητρώου / ΑΦΜ
- assujetti / sujet fiscal : υποκείμενος στο φόρο / άτομο υποκείμενο στο φόρο
Subscribe
0 Comments