Εφαρμογή του

fléchir στα ελληνικά
fléchir
λέγεται
φλεσίρ
.
fléchir
σημαίνει στα ελληνικά
λυγίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- moment de flexion / moment fléchissant : ροπή κάμψης
- clapet fléchissant / soupape à languette : αρθρωτή βαλβίδα / βαλβίδα με πτερύγιο
- moment fléchissant : ροπή κάμψης / καμπτική ροπή
- moment fléchissant d'arc : ροπή κάμψης σκάφους προς τα άνω
- moment fléchissant de contre-arc : ροπή κάμψης σκάφους προς τα κάτω
- critère de moment fléchissant du cou : κριτήριο ροπής κάμψης στον αυχένα
- mouvement cervical fléchissant autour de l'axe y : ροπή κάμψης του αυχένα περί τον άξονα ψ
Subscribe
0 Comments