Εφαρμογή του

focaliser στα ελληνικά
focaliser
λέγεται
φοκαλιζέ
.
focaliser
σημαίνει στα ελληνικά
εστιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- arc focalisé : εστιασμένο τόξο / συγκεντρωμένο τόξο
- fibre Selfoc / fibre auto-focalisante : ίνα Σέλφοκ / ίνα αυτοεστιάσεως
- radar focalisé / système de radiodétection focalisé : εστιασμένο ραντάρ
- capteur focalisant / collecteur focalisant : συλλέκτης που εστιάζει
- suspension focalisée : εστιασμένη ανάρτηση
- guide d'onde focalisant : κυματοδηγός εστίασης
- dispositif d'alimentation à faisceau focalisé : σηματοτροφοδότης εστιασμένης δέσμης
Subscribe
0 Comments